-
1 εμπεριεχω
1) окружать(τὸ μέσον Arst.)
; pass. быть окруженным(τοῖς συνεστῶσιν и ὑπό τινος Plut.) или находиться в середине (τὰ ἐμπεριεχόμενα ἄστρα Arst.)
(ἥ ἀσφάλεια ἐμπεριέχεται ἐν ταῖς ἀρεταῖς Polyb.)
1 εμπεριεχω
(τὸ μέσον Arst.)
; pass. быть окруженным(τοῖς συνεστῶσιν и ὑπό τινος Plut.) или находиться в середине (τὰ ἐμπεριεχόμενα ἄστρα Arst.)
(ἥ ἀσφάλεια ἐμπεριέχεται ἐν ταῖς ἀρεταῖς Polyb.)